- οὐρανίδα
- οὐρανίςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οὐρανίδα — Οὐρανίδᾱ , Οὐρανίδης son of Uranos masc nom/voc/acc dual Οὐρανίδης son of Uranos masc voc sg Οὐρανίδᾱ , Οὐρανίδης son of Uranos masc gen sg (doric aeolic) Οὐρανίδης son of Uranos masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐρανίδας — Οὐρανίδᾱς , Οὐρανίδης son of Uranos masc acc pl Οὐρανίδᾱς , Οὐρανίδης son of Uranos masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐρανίδαο — Οὐρανίδᾱο , Οὐρανίδης son of Uranos masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανίδης — οὐρανίδης, δωρ. τ. οὐρανίδας, ὁ (Α) 1. ο γιος τού Ουρανού («Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου», Πίνδ.) 2. ως επίθ. ουράνιος («κήρυσσε θεοὺς τοὺς τ οὐρανίδας τοὺς θ ὑπὸ γαῑαν», Ευρ.) 3. στον πληθ. oἱ Οὐρανίδαι προσωνυμία τών δώδεκα τέκνων τού… … Dictionary of Greek
Οὐρανίδαι — Οὐρανίδης son of Uranos masc nom/voc pl Οὐρανίδᾱͅ , Οὐρανίδης son of Uranos masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)